ΠώΣ ΜΟΥ ΒΓήΚΕ Τ’ όΝΟΜΑ

 

-Ο δεκάλογος της Παυλίνας Μάρβιν-

1. Το «Παυλίνα Μάρβιν» δεν είναι ψευδώνυμο, με την έννοια πως δεν ενδιαφέρεται να αποκρύψει το όνομα της πολιτικής ταυτότητας, το οικογενειακό όνομα. Είναι μόνο ένα άλλο όνομα, ή καλύτερα δύο, που παραμερίζουν κατά τις ώρες της γραφής τα πολλά-πολλά με την καθημερινότητα, τις επιστημονικές εργασίες, τις υποχρεωτικές κινήσεις, τα «αναγκαία» όπως θα έλεγε κάποιος, και επιδίδονται για κάμποσο στην επιβεβαίωση και στην προώθηση ενός σύμπαντος ιδιωτικού, γεμάτου προσωπικές επιλογές και προεκτάσεις, κάποτε μάλιστα παράλογες κι ακατανόητες, πάντως αυθεντικές, δικές. Αν με ρωτήσετε γιατί Μάρβιν και όχι ένα άλλο, ελληνοκεντρικότερο, θα σας πω πως εγώ διάλεξα το όνομα με βάση την προσωπικότητα ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα και όχι το αντίστροφο. Και θα πείτε, μα αν τον έλεγαν Νίτσα αντί για Μάρβιν; Απαντώ λοιπόν: Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σαφή μου τάση προς το παράδοξο και αυτό περίτρανα αποδεικνύεται από την επιλογή των χαρακτήρων στα πεζά μου κείμενα (Βαρώνος, Δεκέμβριος, Γιουβουλί και-από τύχη-κανένα δεν είναι ξενικό αλλά και κανένα δεν έχει ξεκάθαρη εθνικότητα, δηλαδή είναι όλα «ξένα», τουτέστιν, θέλουν να ξενίσουν, να περιορίσουν όσο το δυνατόν τους αναμενόμενους συνειρμούς που προκαλεί το οικείο.).

2. Η Παυλίνα Θεοδοσία Χατζηγεωργίου γεννήθηκε όπως όλα τα παιδιά, δηλαδή, χωρίς όνομα. Κατόπιν, με απόφαση των γονιών της, έλαβε-ως είθισται-το μικρό(στο θηλυκό) και το μεγάλο(ως είχε) όνομα του παππού της-του πολυαγαπημένου παππού, απ’την πλευρά του μπαμπά. Στη συνέχεια, όπως όλα τα παιδιά, πήγε σχολείο, φροντιστήριο, απέκτησε διαβατήριο, αστυνομική ταυτότητα, πτυχία ξένων γλωσσών, ελέγχους προόδου, όλα με το ίδιο όνομα: Παυλίνα Θεοδοσία Χατζηγεωργίου. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν υπήρξε εξοικειωμένη με το όνομά της, και ιδιαίτερα με το δεύτερο μισό του. Το αντιμετώπιζε σαν μια σύμβαση, όπως το σχολείο και το φροντιστήριο, όπως σχεδόν κάθε τι που δεν θα δίσταζε ανά πάσα στιγμή να αντικαταστήσει με κάτι τι προτιμότερο. Ευχόταν να έχει πολλά διαφορετικά ονόματα ανά περιόδους που να παρέπεμπαν σε ιδιότητες ευεργετικές για εκείνη, όπως αυτά μερικών εκ των ηρώων της μυθολογίας. Της έκανε  ιδιαίτερα θετική εντύπωση, διαβάζοντας ιστορία, πως οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν έμφαση στο μικρό τους όνομα, και μάλιστα, πολλοί δεν χρησιμοποιούσαν παρά μόνο αυτό. Αρκετές φορές προσβλήθηκε από ενήλικες που την προσφώνησαν με το επίθετο.

3. Εγώ η Παυλίνα που λέτε,(για να καταργήσουμε επιτέλους τη σύμβαση του τριτοπρόσωπου αφηγητή, να ξεμασκαρευτούμε αλλιώς) άλλη δεν ήθελα δουλειά να έχω, από το να σπάζω για πάρτη μου συμβάσεις και να δομώ καινούργιες. Ξεκίνησα να γράφω αρχικά για τον εαυτό μου(αγαπητό ημερολόγιο..κ.ο.κ) και κάπως αργότερα για όποιον άλλο ενδιαφερόμενο. Αντιμετωπίζω τον όρο «επαγγελματίας συγγραφέας» με επιφύλαξη και κάπου-κάπου με αποστροφή. Νομίζω πως τα ονόματα δεν πρέπει να κρίνονται παρά μόνο με βάση το τι υποστηρίζουν-γιατί σίγουρα μια όμορφη ετικέτα δεν κάνει ένα καλό κρασί-και κάπου εδώ φτάνουμε στη συνάντησή μου με τον επίμαχο φίλο: Στην τελευταία τάξη του Λυκείου, διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον το μυθιστόρημα του Ντάγκλας Άνταμς «γυρίστε το γαλαξία με ωτοστόπ» και όντως..ταξίδεψα στο γαλαξία: Ο Μάρβιν, το υπερευφυές ρομπότ που πάσχει από αντιδραστική κατάθλιψη εξαιτίας της ασχετοσύνης που τον περιβάλλει, συνδέθηκε σχεδόν αμέσως με την Παυλίνα, τη συμβατική Παυλίνα της κάθε μέρας, και αποφάσισαν από κοινού να γράψουν τις ιστορίες τους.

4. Πιστεύω πως κανένα θέμα δεν θα δημιουργούταν με το όνομα(θα περνούσε, ίσως, περίπου απαρατήρητο) που έχω επιλέξει, αν δεν είχε μεσολαβήσει η συνεργασία μου με το περιοδικό Τεφλόν, του οποίου είμαι συνδημιουργός και βασική συντάκτρια. Πολλοί από τους εκεί-εν προκειμένω-συνοδοιπόρους, χρησιμοποιούν επίσης ψευδώνυμα και μάλιστα ξενικά. Όλοι μας μπορούμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι πρόκειται για σύμπτωση και όλοι σας μπορείτε με τεράστια άνεση να μην μας πιστέψετε. Καταλαβαίνω τη σύνδεση των ψευδωνύμων με την ιντερνετική πραγματικότητα, με τις αυτιστικές συνήθειες μιας παρατετταμένης εφηβικής ηλικίας, με την μόδα και την αγορά-θα μου επιτρέψετε όμως να δηλώσω εξαίρεση στον κανόνα και να έχω τη δική μου, προσωπική ιστορία. Όσον αφορά στο Τεφλόν, δεν υπάρχει κανένα ζήτημα συνομωσίας, παρά τη συλλογικότητα που παρουσιάζει το φαινόμενο. Θα μου ήταν εύκολο να αλλάξω όνομα εδώ και τώρα, οικειοποιούμενη το πατρικό μου, ένα άλλο ξενικό, ένα άλλο ελληνικό, και θα μπορούσα-νομίζω-να υπερασπίσω αυτές τις επιλογές εξίσου πειστικά στον εαυτό μου. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν παίρνω στα σοβαρά το ζήτημα της υπογραφής μου, αλλά πως δεν θεωρώ ότι υπάρχει μόνο μία οπτική για το θέμα. Το βλέπω μάλιστα σαν πρόκληση να ξεκολλήσουν κάποιοι από τη λογική μιας λογοτεχνικής εθνοκάθαρσης εφόσον καταλάβουν πως ένα όποιο επινοημένο επώνυμο αγγλοσαξωνικής ιδιοσυγκρασίας δεν υποδηλώνει ντε και καλά μια συγγραφέα που σκοπεύει να γράφει ποίηση στα greeklish στραμπουλίζοντας τη γλώσσα. (Αυτή η τελευταία, δυσάρεστη εν πολλοίς,  ιδιότητα, δεν παύει να αφορά κάποιους―από την άλλη, γιατί να μας πάρει όλους η μπάλα;)

5. Λατρεύω το καλαίσθητο στραμπούληγμα της γλώσσας. Η μαεστρία με την οποία ο Σκαρίμπας ανατρέπει το συντακτικό και τη γραμματική, η εύστοχη  συστηματική χρήση ξένων λέξεων από ευφυείς σύγχρονούς μου έλληνες συγγραφείς και οι καλοστεκούμενες διεθνείς αναφορές με τέρπουν και με προωθούν. Γενικότερα, νομίζω ότι το πρόσωπο καθορίζει με τη στάση του τα όσα επιλέξει να διαχειριστεί. Η γλώσσα από μόνη της είναι εργαλείο. Επίσης, γιατί να συγκρίνουμε ανόμοια μεγέθη; Ο Σεφέρης, ο Βαμβακάρης και ο Ian Curtis έχουν γράψει, ο καθένας με τον τρόπο του, εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα. Όσο για τα όρια λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη και δύσκολη συζήτηση.

6. Κι επειδή τα ποιήματα που αγαπώ στ’αλήθεια είναι ελάχιστα σε σχέση με το πόσα πολλά γράφονται, σίγουρα δεν με παίρνει να τα επιλέγω με βάση το αν ο συγγραφέας τους έχει ξενικό ψευδώνυμο ή όχι. Πραγματικά δεν έχω ούτε κατά διάνοια το περιθώριο να οικειοποιούμαι γενικές αρχές και αξίες απλά και μόνο για να νιώσω ασφαλέστερη μέσα σε επιδέξια κομμένες και ραμμένες απολυτότητες. Η προσέγγισή μου στη λογοτεχνία δεν γίνεται από απλή περιέργεια αλλά από ειλικρινή, βαθύτατη αναζήτηση που δεν ενδιαφέρεται για κατηγοριοποιήσεις και αφορισμούς της κακιάς ώρας.

7. Γεννήθηκα το 1987 στην Ελλάδα. Αλώνιζα στα τσάτρουμς από 12 ετών, άκουσα μανιακά χέβι μέταλ μέχρι τα 16 μου, απέκτησα λογαριασμό στο facebook στα 19, αποθηκεύω συνεχώς τους στίχους μου στο κινητό τηλέφωνο, συμμετέχω σε τρία ιστολόγια, και γενικώς, προσπαθώ να χρησιμοποιήσω πολλά δόλια μέσα αυτού του κόσμου, πλην όμως με τα μέτρα μου. Πιστεύετε πως θα έπρεπε να ντρέπομαι; Αλλά τώρα προσέχτε: Αν και η συγκυρία μ’έφερε να ζήσω την τωρινή ζωή μας, δεν ξεχνώ ποτέ το σχόλιο του πολύ αγαπητού σε μένα Γιάννη Πατίλη: Όταν γράφεις ένα ποίημα, είσαι δύο χιλιάδων ετών.

8. Αν κάτι με χαρακτηρίζει περισσότερο απ’όλα είναι η βαθύτατη αβεβαιότητα για όλα. Κοινώς, είμαι εντελώς ανέτοιμη να πάρω αποφάσεις-αν και πάντα παίρνω κάποιες. Τουτέστιν, τίθεμαι αδιαμφισβήτητα ανοιχτή σε διάλογο και (κυρίως) σε μονόλογο ανθρώπων που ενδιαφέρονται όχι να υπερασπίσουν τα ιδεώδη τους εις βάρος μου, όχι να εξαντλήσουν τον διδακτισμό τους στο τομάρι της δύσμοιρης αμάθειάς μου, αλλά να με πλουτίσουν με την ευρύτητα της σκέψης τους, να με ιντριγκάρουν, να με ανατρέψουν αγαπητικά. Και αναμένω.

9. «Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι: στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του, συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης) , με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, εξ αιτίας της μεγάλης του αγάπης για τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο «Αδερφοί Καραμαζώφ».» Βλέποντας πρόσφατα ένα ντοκυμαντέρ για την προσωπικότητα και το έργο του Μ. Καραγάτση, ούσα επηρεασμένη από τον δικό μου πρόσφατο ημιπόλεμο των ψευδωνύμων, συμμερίστηκα απόλυτα τον προβληματισμό του όταν ανέφερε πως έχασε αρκετό χρόνο στη διαμάχη για το ψευδώνυμο. Θεωρώ τεράστιο σφάλμα να μετατίθεται το βάρος από την ποιότητα ή όχι των κειμένων του/της εκάστοτε συγγραφέως, στην αποτυχημένη ή όχι επιλογή ονόματος εκ μέρους του. Δεν διαφωνώ ως προς την δεδομένη «δύναμη του ονόματος». Είμαι σίγουρη πως θα μπορούσε εύκολα κανείς(ακόμη και εγώ η ίδια)να επιχειρηματολογήσει με σκοπό να αποδείξει πως όλες οι αποφάσεις μας, και η συγκεκριμένη, είναι προϊον λιγότερο η περισσότερο συνειδητά υπαγορευμένης ετεροκατεύθυνσης. Όμως κύριοι, όπως πολύ ωραία σημείωσε κοντινό μου πρόσωπο, «είσαι η Μάρβιν. Παυλίνα Χατζηγεωργίου μπορείς να γίνεις όποια στιγμή θέλεις. Τα ποιήματα όμως αυτά, της Μάρβιν, δεν μπορείς να τα ξαναγράψεις.» Είναι πολύ σκόπιμο να ξέρουμε, το πλέον κοινότοπο, πως δηλαδή τα λόγια έχουν περιορισμένη αξία πολλές φορές―άσχετο αν, επίμονα καταφεύγουμε πάντοτε σε αυτά.  Και να είστε σίγουροι, πως αν αποφασίσω τελικώς να αφήσω στην άκρη το τωρινό όνομά μου, θα είναι για να σταματήσει να τραβάει την προσοχή ακριβώς αυτή η συζήτηση περί ονομάτων. Για τον ίδιο λόγο, ίσως κάποτε με λύπη αποχωριστώ το καπέλο μου, μαζί με την απαίσια φήμη περί συγγραφικής πρεμούρας. (Όμως όχι!)

10. ΥΓ: Περίλυπη και ανήσυχη μετά από μακρά και βίαιη διένεξη με τον αγαπητό Κώστα Κουτσουρέλη σχετικά με τον καημένο τον Μάρβιν και τους παρατρεχάμενους αυτού Τεφλόνιους, πήγα να παρηγορηθώ στους πάγκους του βιβλιοπωλείου Πολιτεία. Με την πρώτη ματιά το βλέμμα μου συνάντησε ένα βιβλίο με τίτλο:»Η τελική λήθη(δε φάιναλ θολούθιον)».Όσο για το όνομα του συγγραφέα: Κωστάκης Ανάν. Δεν τον ξέρω τον Κωστάκη, δεν μπόρεσα όμως, παρά να χαμογελάσω. Από κυριολεκτική συμπάθεια, αν μη τι άλλο.

* Στην φωτογραφία, ο Μάρβιν σε βρεφική ηλικία, πολύ ζοχαδιασμένος με την επίσης εικονιζόμενη μητέρα του, συν-υπεύθυνη  για όλα τα κατοπινά ονοματικά του δεινά. Η απόλυτη εκδοχή του λεγόμενου προνοητικού βρέφους.

5 σκέψεις σχετικά με το “ΠώΣ ΜΟΥ ΒΓήΚΕ Τ’ όΝΟΜΑ

  1. Nice story. It’s good to think whether or not to use pseudonym. My decision is to use pseudonym in internet, but other wise I write by my real name. The bad thing in using pseudonym is that it may seduce one to write something evil that (s)he would never write with the real name. And it’s not good to one’s soul to pretend. But if using pseudonym for writing the things that one can stand for in every situation openly, I guess then it’s ok. But I think writer should not change pseudonym all the time. It won’t improve his/hers writings at all, but it can irritate readers. They start to think: «What is this, why (s)he is playing with us? Does (s)he think we are stupid?» So, better to stay in the one pseudonym that one has selected and let it have its thread of life as a full: from «baby» to old. I think your pseudonym is good, because it’s easy to remember and it sounds strong and clear – like good «trademark» needs to do. It reminds me Marvel Comic magazines, but this impression doesn’t make it sound funny in negative way.

    PS Keep wearing funny hats. Hats has magic.

    PPS You have vr beautiful mother. ;)

  2. σπουδαιο μανιφεστο για το ονομα και νομιζω στη τελικη καλα σου βγηκε το μαρβιν
    αντε φορτσα για εναν ψευδωνυμο κι’οχι ανωνυμο κοσμο
    τους πειρατικους χαιρετισμους απο εναν ανθρωπο που του αρεσε ν΄αλλαζει ψευδονυμα (και κοσμους που και που..)

Αφήστε απάντηση στον/στην φωτης Ακύρωση απάντησης