H σλαμ ποίηση αμφισβήτησε το χαρτί ως αποκλειστικό χώρο της ποιητικής έκφρασης, δίνοντας έμφαση στη δημόσια παρουσίαση του ποιητικού λόγου, καθώς στα σλαμ η ποιήτρια ή ο ποιητής περφορμάρει το ποίημα που έχει γράψει μπροστά σε ένα ακροατήριο. Πλέον, ένα ποιητικό δρώμενο μπορεί να στηθεί οπουδήποτε (σε ένα πάρκο, στη γωνία ενός δρόμου, σε ένα καφενείο ή σε ένα μπαρ, σε ένα καμπαρέ), καθώς βασικό ζητούμενο της σλαμ ποίησης είναι να φέρει τους ποιητές και τις ποιήτριες πρόσωπο με πρόσωπο με το κοινό τους, να σπάσει τους περιορισμούς –και τα στερεότυπα– για το πού και πώς πρέπει να παρουσιάζεται η ποίηση. Με άλλα λόγια, η σλαμ ποίηση επιδιώκει μια πιο «άμεση, προσωπική και αυθεντική εμπλοκή με το κοινό της», όπως γράφει η Susan B.A. Somers-Willett, μια «ενεργητική κριτική σχέση». Στα σλαμ το κοινό δεν παρακολουθεί παθητικά μια ποιητική ανάγνωση αλλά συμμετέχει στην περφόρμανς συζητώντας, σχολιάζοντας, χειροκροτώντας, γιουχάροντας, σφυρίζοντας. Επιπλέον, σε όσα σλαμ έχουν διαγωνιστικό χαρακτήρα οι κριτές επιλέγονται τυχαία από το κοινό.
Η ποίηση παύει να είναι μια ιδιωτική υπόθεση μεταξύ του αναγνώστη/τριας και ενός τυπωμένου ποιήματος, μια μορφή γραπτού λόγου που εξαντλείται στην εμπειρία της ανάγνωσης, και μετατρέπεται σε μια «πολυαισθητηριακή εμπειρία», όπως σημειώνει η Somers-Willett. Στην ουσία, τα σλαμ αποτελούν θεατρικά δρώμενα όπου οι ποιήτριες και οι ποιητές σωματοποιούν τα ποιήματά τους μέσω της φωνής τους, του ντυσίματός τους, των χειρονομιών τους, του τρόπου που στέκονται και κινούνται κ.λπ. Όλα αυτά τα στοιχεία συναρπάζουν το ακροατήριο, δημιουργούν μια νέα δυναμική μεταξύ των ποιητών/τριών και του κοινού, υπογραμμίζουν το αίσθημα συμμετοχής, κοινότητας και αυθεντικότητας που διακρίνει τη σλαμ ποίηση.
Από το αφιέρωμα στη σλαμ ποίηση, τχ. 23.