Πίτα
εγώ ήθελα μια ζωή
εσύ ήθελες κάτι άλλο
δεν μπορούσαμε να ᾽χουμε την πίτα ολόκληρη
κι έτσι φάγαμε οέναςτονάλλο.
–
Πρώτη Μέρα στο Σχολείο
Χιλιαδεσμυριαδεσιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι
Περιμένω το κουδόυνι να χτυπήσει. (Να χτυπήσει πού;)
Γιατί όλα είναι τόσο μεγάλα, τ’ άλλα παιδιά;
Τόσο φασαριόζικα; Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι στο σπίτι
Να γεννηθήκαν πρέπει με στολή
Να ζήσαν όλη τη ζωή τους σε παιδικές χαρές
Να ξόδεψαν τα χρόνια τους εφευρίσκοντας παιχνίδια
Που δεν μ’ αφήνουν να παίξω. Παιχνίδια
Σκληρά, που σε καταπίνουν.
Και τα κάγκελα,
Παντού γύρω, κάγκελα.
Είναι για να κρατάνε μακριά τους λύκους και τα τέρατα;
Τα πράματα που σκοτώνουνε και τρώνε παιδιά;
Τα πράματα απ’ τα οποία δεν παίρνεις γλυκά;
Ίσως νάναι για να μας εμποδίζουνε να βγαίνουμε έξω.
Να το σκάμε από τα μασήματα. Μάσημα.
Πώς μοιάζει ένα μάσημα;
Ακούγεται σαν τσίχλα γλιστερό.
Τα φυλάνε μέσα στις αίθουσες δαδασκαλίας.
Αίθουσες γεμάτες δάδες και σκαλιά. Για φαντάσου.
Μακάρι να μπορούσα να θυμηθώ τ’ ονομά μου
Η μαμά είπε ότι θα ήταν χρήσιμο.
Όπως οι γαλότσες. Στις λακκούβες.
Γαλαζογαλότσες. Μακάρι νάταν εκείνη εδώ.
Νομίζω ότι τ’ όνομά μου είναι ραμμένο κάπου
Ίσως η δασκάλα μού το διαβάσει.
Δα-σκάλα. Αυτή που φτιάχνει τις σκάλες.