–
«Η φενάκη πως θα μπορούσαμε όντως να περιμένουμε απ’ τους άλλους
να μας δείξουν τον αληθινό τους εαυτό έτσι ώστε τελικά να έχουν την ανοχή μας…,
σ’ αυτό βρισκόταν ένας απ’ τους λόγους του αφανισμού μας.»
Pavlos Angelopoulos, 1987
Δεν θα είχε κανένα νόημα να γράψω για τον Matthias Baader-Holst, εάν ήταν να διηγηθώ απλά και μόνο τα παλιά: για ποιο λόγο, πώς και γιατί έπεσε στις ράγες του τραμ, πώς ήταν εμφανισιακά, πώς μιλούσε, τι έλεγε, πόσο πλήρωνε για το γκάζι, εάν ο λογαριασμός του γκαζιού είχε κάποια σχέση με το γεγονός ότι εμφανιζόταν συχνά φορώντας αντιασφυξιογόνα μάσκα. Αναρωτιέμαι, λέω στον εαυτό μου: οι συνεχείς εμφανίσεις του, συχνά φορώντας αντιασφυξιογόνα μάσκα, ΕΧΟΥΝ άραγε κάποια σχέση με όσους φόραγαν αντιασφυξιογόνες μάσκες στις 26 Σεπτεμβρίου ή στις 9 Δεκεμβρίου 2012 στην Αθήνα, με την άοπλη κοπέλα που φόραγε κόκκινη μπλούζα στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 στη Μαδρίτη, όταν οι αστυνομικοί τη χτύπησαν με τα γκλομπ, τη γράπωσαν και την έσυραν μακριά; Αν το θέλει, οποιοσδήποτε στον κόσμο μπορεί να τα παρακολουθήσει, κάθε μέρα, και να δει τι σχέση έχουνε όλα αυτά με τον Baader.
Θα ’θελα να γράψω για τη Σοφία στη θεατρική σκηνή Sophiensaele της Αθήνας του Spree1 τη μέρα που η Σάνια ήρθε στο Βερολίνο απ’ τη Σόφια. Θα ’θελα να γράψω για τον Νέλσον Μαντέλα και τη Μαντάλα. Θα ’θελα να καταβροχθίσω ξανά κοτόπουλο μπούτι δίπλα στο μπόιλερ. Θα ’θελα να γράψω για μένα και τον Baader˙ στεκόμασταν μπροστά από μία καστανιά, ανθισμένη, ο Baader κι εγώ τυλιγμένοι με μια κουρτίνα-νυφικό πέπλο, κάτω απ’ το στέμμα που σχημάτιζε το δέντρο της Άννα Φρανκ. Τη μέρα που έγραψα γι’ αυτό, η Άννα Μαρί Φρανκ μπλέχτηκε στο κείμενό μου, τη μέρα που η καστανιά έριξε τους καρπούς της σαν να ήταν ρουκέτες, τη μέρα που πυροβόλησαν τους διαδηλωτές στη Μαδρίτη με πλαστικές σφαίρες, τις μέρες που εμπόδισαν τους διαδηλωτές να φτάσουν στα κοινοβούλια, τις μέρες που τα κοινοβούλια πρόδωσαν τους διαδηλωτές, τις μέρες που ξέσπασε η καταιγίδα, τις μέρες που η Άννα Μαρί Φρανκ έμεινε στο Άουσβιτς, την εποχή της ιουδαϊκής πρωτοχρονιάς, την εποχή του Γιομ Κιπούρ, την εποχή της γιορτής της σκηνοπηγίας, την εποχή που έσκαγαν τα αγκαθωτά τσόφλια των καρπών της καστανιάς, όταν έπεφταν στο έδαφος, την εποχή που η Μήδεια έπρεπε να κάνει μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών στη χώρα των μήντια, για ν’ αντικρίσει επιτέλους τα παιδιά της, που είχε σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια. Η Μήδεια φορούσε ένα μακρύ φόρεμα. Η Μήδεια μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ο Baader φορούσε μια στολή καμουφλάζ και λόγω αυτής τραβούσε τα βλέμματα, δύο αστυνομικοί τον σταμάτησαν λόγω «εξεζητημένης ένδυσης», τη μέρα που ήταν ελεύθερη η είσοδος στα μουσεία, τόσο ελεύθερη όσο η είσοδος σε μια διαδήλωση, κι ο Baader φοράει πάλι τη στολή καμουφλάζ κι εγώ, για μια ακόμα φορά, το μπαντερονυφικό. Όλ’ αυτά τα κρατώ στο χέρι και δεν έχω τίποτα να χάσω παρά μόνο την αντιασφυξιογόνα μάσκα μου.
Συνέχεια ανάγνωσης «Ina Kutulas, Χαμένος πόντος στο λεξοκέντημα των εσωφρενικών εξωρούχων (Μέρος Α’)» →