και επανακυκλοφορούν σε ηλεκτρονική μορφή.
Μπορείτε να τα κατεβάσετε από τις αντίστοιχες σελίδες στα δεξιά του ιστολογίου
ή από εδώ: τεύχος #3, τεύχος #4, τεύχος #5.
–
Εκείνη τη νύχτα αργά το Δεκέμβρη, αλλά και κάθε νύχτα του χρόνου, το επίρρημα που χαρακτήριζε την παμπ του Πώλι ήταν το σχεδόν. Σχεδόν μακρόστενη, σχεδόν άδεια, σχεδόν ρετρό, με σχεδόν ξεφτισμένους τοίχους, σχεδόν για τύπους σαν τον Ντέιβ και θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι δεν ήταν τυχαίο που ήταν ο Ντέιβ εκείνος που την επισκέφτηκε, σχεδόν λυπημένος, σχεδόν παραιτημένος, ίσως αναζητώντας κάτι να απασχολήσει το μυαλό του, ίσως θέλοντας κάτι να συμβεί.
–
It’s four in the morning, the end of December
I’m writing you now just to see if you’re better
New York is cold, but I like where I’m living
There’s music on Clinton Street all through the evening.
–
Ο Ντέιβ έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκε με δυο βήματα καθισμένος στο μπαρ. Ζήτησε τσιγάρο και ένα διπλό ουίσκυ απ’ τον μπάρμαν που του προσέφερε και τα δύο πριν του γυρίσει την πλάτη συνεχίζοντας το σκούπισμα των ποτηριών. Έφερε το κεφάλι πάνω απ’ τον ώμο και κοίταξε περιμετρικά πίσω του, μια παρέα παιδιών γύρω στα είκοσι πέντε στη γωνία κοντά στην πόρτα, ένα ζευγάρι μεσήλικων προς το κέντρο ακριβώς πίσω του κι ένας μοναχικός τύπος αλλοπρόσαλλα ντυμένος και κρυμμένος σ’ ένα τραπέζι κάτω απ’ τα παλτά της κρεμάστρας στη γωνία που απέμενε. Έχουν κάτι κοινό οι άνθρωποι που βρίσκονται έξω, αυτές τις μέρες, τις γιορτινές μέρες. Είναι πολύ. Πολύ χαρούμενοι, πολύ λυπημένοι, πολύ ερωτευμένοι, πολύ μόνοι. Εγώ είμαι η μόνη παραφωνία, σκέφτηκε, είμαι σχεδόν. Και χαμογέλασε. Σχεδόν.
–
Ah, the last time we saw you you looked so much older
Your famous blue raincoat was torn at the shoulder
You’d been to the station to meet every train
And you came home without Lili Marlene Συνέχεια ανάγνωσης «Θέμης Πανταζάκος, Η παμπ»
Αρχικά, για να μην ξεχνιόμαστε, υπενθυμίζω ότι η λιμερικοϋποβολή λήγει στις 30/9, σπεύσατε!
Που λέτε, για τις ανάγκες του αφιερώματος (βλέπετε Τεφλόν #3) είχα στείλει λιμερικοπρό-σ-κληση σε φίλους γνωστούς και αγνώστους που υπέθετα, ή μάλλον προσδοκούσα, πως θα ενδιαφέρονταν για το εν λόγω εγχείρημα. Οι απαντήσεις που έλαβα ήταν διαφόρων ειδών: αόρατες, τύπου ευχαριστούμε αλλά δεν ή τύπου μπράβο, υποστηρίζουμε αλλά δεν, τυπικές, ένθερμες, σκέτες, ενθουσιώδεις, άμεσες, κλπ. Υπήρχαν και περιπτώσεις που η απάντηση δυναμίτισε μια άλλη απάντηση, κι αυτή μια άλλη και έπειτα η άλλη μια επόμενη και ούτω καθεξής. Έτσι δημιουργήθηκε ένα είδος λιμερικοδιαλόγου-τσιγκλίσματος, το οποίο απόλαυσα ιδιαίτερα. Ιδού, λοιπόν, ορισμένα λιμερικοδιαλογοαποσπάσματα:
–