Joseph Brodsky, Ο γέγονε γέγονε (απόσπασμα)

I

1

Έφτασα ως τα Χριστούγεννα με άδεια τσέπη
Ο εκδότης για το βιβλίο μου ν’ απαντήσει πρέπει.
Το ημερολόγιο της Μόσχας στο να μιμηθεί το Κοράνι ρέπει.
Μουσαφίρης να πάω πουθενά δεν μπορώ,
ούτε σε φίλο που ‘ναι όλο κλαψιάρικα παιδιά τριγυρισμένος
ούτε σε οικογένεια ούτε σε κοπελίτσα γνωστή ο καημένος.
Παντού να έχεις λεφτά είσαι υποχρεωμένος.
Κάθομαι στην καρέκλα και τρέμω από θυμό.

2

Αχ καταραμένο επάγγελμα του ποιητή.
Το τηλέφωνο σιωπά, έπεται δίαιτα αυστηρή.
Ίσως από το συνδικάτο κάτι βγει,
αλλ’ αυτό είναι σαν να τα παίρνεις από μια κυρία.
Το να χάσεις την ανεξαρτησία σου είναι πολύ πιο σοβαρό
από την αθωότητα να χάσεις. Απ’ έξω βέβαια εγώ
υποθέτω θα είναι ευχάριστο να ονειρεύεσαι το γαμπρό,
ευχάριστο να έρχεσαι σε «γάμου κοινωνία».

3

Γνωρίζοντας την κατάστασή μου η αρραβωνιαστικιά μου η καλή
πέντε χρόνια τώρα ούτε μια κίνηση για να με παντρευτεί.
Και πού βρίσκεται τώρα; Δεν έχει μαθευτεί:
Την αλήθεια από δαύτη ούτ’ ο διάβολος δεν θα βγάλει.
Λέει: «Μην άδικα πικραθείς.
Σημασία έχουν τα αισθήματα. Συμφωνείς;»
Αυτή απ’ τη μεριά της ήταν περιχαρής.
Βρίσκεται όμως, φαίνεται, εκεί που έχει μπουκάλι.
[..]

ΙΙΙ

32

Κάθομαι σε μια καρέκλα παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Αστράφτουν οι κατσαρόλες όλες μεμιάς.
Κατεβάζω το κοκτέιλ της μοναξιάς.
Τα νεύρα μου τινάζονται σαν διάβολος στην μπουκάλα.
Νιώθα σαν μια ελαφριά πυρκαγιά στο κρανίο.
Θυμάμαι τις μπουκάλες π’ άδειαζε το φρουραρχείο,
των φυλακών οι Κρέστοβα, Κρέστο, Μπουτίρκιο.
Δεν θέλω άλλα να πω, όχι άλλα.

33

Κάθομαι στην καρέκλα σε διαμέρισμα μεγάλο.
Ακούγεται το καζανάκι στο άδειο μπάνιο.
Αισθάνομαι πάλι πως μόνο για στόχος κάνω.
Πετάγομαι ολόκληρος στον παραμικρό ήχο.
Κλειδαμπάρωσα την πόρτα αλλά πού;
Η νύχτα με σημαδεύει με κέρατα Κριού
όπως ο έρωτας με τόξο παιδιού,
όπως ο Στάλιν στο 17ο συνέδριο εκείνο.
[..]

35

Ανασαίνω ασήμι και φτύνω χαλκό.
Με πιάνουν με αγκίστρι και δίχτυ σωστό.
Πειράζω τις χήνες, για αθανασία κινώ,
δώστε μου και μια μαγκούρα, σώνει!
Νιώθω τη λύσσα του ποντικού του νηστικού.
Πάρτε απο δω τις άγιες εικόνες και το πορτρέτο του Γενικού.
Ακούγεται το τσεκούρι που πέφτει στο δάσος παντού!
Μπας και συνέλθω να κυλιστώ στο χιόνι.

36

Μπα που θα συνέλθω! Ξεχάστε το γενικά!
Σχεδόν σκέφτομαι την ανταρσία τελικά!
Δεν προσκυνάω τον Βούδα με τη σχιστή ματιά,
για μια δεκάρα η αφεντιά μου και με λαγό τα βάζει!
Ας σταματήσουν –που ‘ν’ το μαχαίρι;
Οι φυτοφάγοι και οι ετέροι!
Η μη βία, κύριοι, βρομάει και ζέχνει.
Κι αυτό, ξέρετε, εκεί με πονά κι εκεί με σφάζει.
[..]

[Γιόζεφ Μπρόντσκι, Τα ποιήματα της Θείας Γέννησης, μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ]

Σχολιάστε