Henri Michaux, Οι ιστορίες του κυρίου Plume

VI
Το όραμα του Plume

Ένα τυρί αργό, κιτρινωπό, με βήμα αλόγου καταφάλκου¹ , ένα τυρί αργό, κιτρινωπό, με βήμα αλόγου καταφάλκου, κυκλοφορούσε μοναχό, πόδι του κόσμου παράταιρο μεγάλο. Όχι δεν ήτανε τυρί, ήταν μαστός, θηλή, μια θημωνιά γριά από σάρκα και που οκλαδόν κρατιόταν από ένα τεράστιο νομό φρικτά πολύ ιδρωμένο.
Στ’ αριστερά ξεχύνοταν το ιππικό. Θα ‘πρεπε να δεις τα άλογα να φρενάρουνε στις πίσω οπλές. Και τούτοι οι κορδωμένοι καβαλάρηδες δεν ανεβαίνουνε ποτέ; Όχι, ποτέ.
Κι ο αρχηγός που έκανε χειρονομίες έντονες διαμαρτυρίας, μα η φωνή του είχε γίνει ξάφνου τόσο χαμηλή που αναρωτιόμασταν αν μπορούσε κανείς ν’ ακούσει αυτά που έλεγε, σαν ένας κόκκος ρύζι που βάλθηκε ξάφνου να μιλά.
Κι έπειτα φανήκαν να μπερδεύονται και πια δεν τους ξανάδαμε. Κι έπειτα ξαφνικά καθώς ένα ντεκλίκ, καθώς που τ’ αμπραγιάζ βυθίζεται μέσα σ’ εκείνο το τεράστιο πράμα μαλακό και που τ’ απομεινάρια απαρνημένα από παντού φορμάροντας παράξενη κορδέλα μακριά, μακριά, πολύ μακριά μα τόσο πρόστυχα σφικτή που ‘λεγες που όλο το ιππικό μαζί μπορούσε να διασχίσει με καλπασμό φρενήρη. Μα όλα τούτα τα στοιχεία εξαφανίζονται. Και μένει μόνη η όψη του αρχηγού να ξεχωρίζει. Και ακόμα θα ‘καιγε ο πειρασμός να βλέπουμε τη συμπεριφορά διαμαρτυρίας να καπνίζει, αν τ’ οργισμένο του κεφάλι δεν είχε τώρα σωριαστεί. Κι αφού το κεφάλι ίσαμε τώρα ήτανε που τον κρατούσε κορδωμένο, φαρδύς-πλατύς χάμω ξαπλώθηκε μεμιάς. Κι ολόκληρος σαν κάποιος κύλινδρος λαφρύς οπού κατρακυλούσε αβίαστα επάνω στην κορδέλα, που κατακρημνιζότανε μέσα σε κάποιον θόρυβο διαυγή κι οπού ‘μοιαζε τόσο μοναδικά χαρούμενος και κούφιος.
Όσο για τον Plume, καθισμένος στα πόδια του κρεβατιού παρακολουθούσε το θέαμα αναλογιζόμενος σιωπηλά…

¹Catafalque : ξύλινο στολισμένο βάθρο επί του οποίου τοποθετείται το φέρετρο στις καθολικές εκκλησίες. Έτσι όπως ο Michaux χρησιμοποιεί την εικόνα είναι σαν να παρομοιάζει το καταφάλκο με κάρο που το σέρνει ένα άλογο, με τα χαρακτηριστικά αργά βήματα που αρμόζουν σε μια κηδεία.

***

I
Ένας φιλήσυχος άνθρωπος

Τεντώνοντας τα χέρια έξω απ’ τα σκεπάσματα, ο Plume εξεπλάγη καθότι τα μέλη του δεν ‘βρισκαν το τοίχο. «Πάει καλά, σκέφτηκε, θα τον έφαγαν τα μυρμήγκια…» και ξανακοιμήθηκε.
Λίγο αργότερα, η σύζυγος του τον πιάνει και τον σκουντάει: «Κοίτα δω, βρωμοκηφήνα!», του λέει. «Όσο εσύ έπαιρνες τον υπνάκο σου, μας κλέψαν το σπίτι!». Στην πραγματικότητα, έγερνε ο ουρανός στέγη και τοιχώματα από πάνω τους και γύρω. «Ό,τι έγινε, έγινε», σκέφτηκε εκείνος.
Λίγο αργότερα, ακούστηκε ένας θόρυβος. Ένα τρένο ερχότανε καταπάνω τους με όλη του την ταχύτητα. «Έτσι που τρέχει, σκέφτηκε, θα φτάσει σίγουρα πριν από μας», και ξανακοιμήθηκε.
Εν συνεχεία ξύπνησε από το κρύο. Κολυμπούσε ολόκληρος μες στο αίμα. Δίπλα του κείτονταν τα υπολείμματα της γυναίκας του. «Το αίμα, σκέφτηκε, μόνο μπελάδες φέρνει· αν γινόταν να μην είχε περάσει εκείνο το τρένο, θα ήμουν ιδιαιτέρως ευτυχισμένος. Αλλά μιας και πέρασε ήδη…» και ξανακοιμήθηκε.
– Λοιπόν, είπε ο δικαστής, πως εξηγείτε το γεγονός ότι η σύζυγος σας χτυπήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να βρεθεί διαμελισμένη σε οχτώ κομμάτια, δίχως εσείς, που βρισκόσασταν δίπλα της, να μπορέσετε να κάνετε την παραμικρή κίνηση για να εμποδίσετε το κακό, και κυρίως δίχως καν να αντιληφθείτε το παραμικρό. Ιδού το μυστήριο. Ολόκληρη η υπόθεση συνοψίζεται σε τούτη τη λεπτομέρεια.
– Δυστυχώς, επ’ αυτού δεν δύναμαι να σας βοηθήσω, σκέφτηκε ο Plume, και ξανακοιμήθηκε.
– Η εκτέλεση θα λάβει χώρα αύριο. Κατηγορούμενε, έχετε τίποτα να προσθέσετε;
– Συγχωρείστε με, είπε, δεν παρακολούθησα την διαδικασία. Και ξανακοιμήθηκε.

[μτφρ. Ζ.Δ. Αϊναλής]

Παρακάτω η ταινία μικρού μήκους του Γιώργου Μπακάλη που βασίστηκέ στην παραπάνω από τις ιστορίες του κ.Πλουμ

Σχολιάστε