Λίμερικ ελευθέρας βοσκής

Ήταν ένας κβαντικός κρυπτογράφος από τη Γροιλανδία
τα bit αναποδογυρνούσε φορώντας μαύρο μανδύα
—-Στην Κοπεγχάγη τον ξέβρασε το κύμα
—-μπουκάλια ανακύκλωνε για χρήμα
Εκλεψε κωδικούς καρτών κι έφυγε με σχεδία.
Πασχάλης Κρετίνος
Ήταν ενας δέσποτας απ’ το Βατικανό
που καθε φραγκοδίφραγκο μετρούσε και λεπτό
—-μα απο τα πολλά χαρμάνια στα λιβάνια
—-είδε τον χριστό φαντάρο και τους μαθητές αλάνια
ώσπου έφυγε στην Φλόριντα μ’ ένα μωαμεθανό.
Αναστάσιος Γριβοκωστόπουλος
Ήταν μια μικρούλα στον Ιανό
που εξυπηρετούσε στο λεπτό
—-έτριβε τους πελάτες στα κρυφά
—-κι εκείνοι λέγαν τι χαρά
κι αγόραζαν βιβλία σωρό.
Ήταν ένας πελάτης στη Πρωτοπορία
που κοιτούσε τα ράφια ποίησης με μανία
—-με τα ποιήματα ερχότανε σε στύση
—-και τώρα σ’ ένα δερματόδετο είχε χύσει
και ζητούσε στη τιμή μια κάποια ευκαιρία.
Ήταν μια μελαχρινή στου Παπασωτηρίου
που στο μουνί της είχε πόρτα πλυντηρίου
—-ξεθόλωνε των συναδέλφων τα κεφάλια
—-μα στη καρδιά είχε τόση περηφάνεια
που δε ζητούσε αντίτιμο ή κάποιο είδος βραβείου.
Ήταν ένας υπάλληλος στη Πολιτεία
που σλάπαρε σε κάθε ευκαιρία,
—-όταν θυμότανε να ’ρθει τ’ αφεντικό
—-πρέφα δεν έπαιρνε γιατί ήτανε κουφό˙
τον παίρνεις φώναξε κι έκανε συναυλία.
Ηταν μία ταμίας στην Εστία
που στο βρακί της έγραφε ΚΥΡΙΑ
—-όταν τελειωνε τη βάρδια το βράδυ
—-το έβγαζε και το άφηνε στο ράφι
ώσπου ένα πρωινό το ’δωσε στον ταμία.
Ήταν ένας ποιητής εις τον Ναυτίλο
που δεν είχε κανένα φίλο
—-μα ήξερε τους στίχους να μετρά
—-έφτιαχνε λίμερικ σωστά
ώσπου στο τέλος άλλαξε και φύλο.
*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά
βιβλιοπωλεία, πρόσωπα ή γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική.
Ζακ Ρόβιτ
Ήταν ένας αγρότης απ’ την Καλαμπάκα
που όλο κατέβαινε Αθήνα στο ΟΑΚΑ.
—-Έλεγε η ζωή είναι μόνο αρμάθα
—-και συνθήματα για την Πανάθα.
Μιλάμε για πολύ μαλάκα.
Ήταν μια πουτανίτσα απ’ τη Σαραγόσα
που σου τον ρούφαγε με όσα όσα·
—-μέχρι που ένας λεφτάς από τη Θήβα
—-της τα ’σκασε χοντρά κι έγινε ντίβα.
Τώρα ζητάει τρακόσα.
Ήταν ένας μπεμπές από το Κολωνάκι,
πού να σταυρώσει γκόμενα· ήτανε φλωράκι.
—-Έλεγε στη μαμά του «εγώ γυναίκα θέλω»
—-Τι να ’κανε η δόλια, τον πήγε σε μπουρδέλο.
Άμα δεν είχε τη μαμά, ακόμα να ’ριχνε πετσάκι.
Ήταν τρεις αδερφές από τη Σαντορίνη.
Η πιο μεγάλη ήταν σκυλού με καμαρίνι,
—-η δεύτερη τα μάσαγε απ’ το δικό της
—-και η πιο μικρούλα έκανε το διδακτορικό της.
Μα μη φοβάστε, τον έτρωγε κι εκείνη.
Ήτανε ένας μόρτης απ’ τη Ναντ
που κούναγε στο σκάκι ως ο Ανάντ·
—-μέχρι που κούνησε κι αλλιώς
—-και του εφάρδυνε ο πωπός
κι εκείνος έλεγε ιτ’ς νοτ μπαντ.
Ήταν μια έμορφη νέα στη Γενεύη
που έβαζε μέσα στη σούφρα σκεύη·
—-ώσπου μια μέρα η παρτόλα
—-έχωσε και την κατσαρόλα.
Τώρα στη χέστρα μαγειρεύει.
Ήταν μια ξεκωλιάρα από το Βελιγράδι
που την πηδούσε το σκυλί της κάθε βράδυ·
—-ώσπου μια μέρα πήγε για πικ-νικ
—-και βρήκε κάτι ταύρους σικ.
Τη γάμησε όλο το κοπάδι.
Ήταν μια Ινδή κυρία μετανάστρια στην Πάρμα
που μπέρδεψε την αγαμία η καημένη με το κάρμα·
—-μέχρι που ένας καβλιάρης απ’ το Πράτο
—-της έσκισε τη μούνα και τον πάτο.
Και τώρα δεν της φτάνει ούτε άρμα.
Ήτανε μια καριόλα από τη Βουδαπέστη
που στο κατακαλόκαιρο έτρωγε πούτσους μες τη ζέστη.
—-Της λέω «δέσποινα από την Ουγγαρία
—-δε βλέπεις τη θερμοκρασία;
Τι μου γαμιέσαι με τον κάθε χέστη».
Ήταν μια μαύρη από τη Μοζαμβίκη
φίλε μου ψωλοαποθήκη·
—-τη μπαίρναν δέκα δέκα οι κουρσάροι
—-κι αυτή δεν έπαιρνε χαμπάρι.
Ήτανε για πολύ φυστίκι.
Αιμίλιος Ντίκερσον
Ήταν μια γρια απ’ το Σαλίνας
δόντια χρυσά είχε και λαιμό χήνας
—-Μια μέρα που ήταν μόνη
—-της κλέψαν το σαγόνι
κι έτσι πέθανε η γρια της πείνας.
Γιώργος Τσούκης
Με τα κέρδη του ΟΠΑΠ
κάνει η πατρίδα μου τεστ παπ
—-και της Ελλάδας ο τράχηλος
—-προκύπτει προγονοκάπηλος.
Συνιστάται φόλοου απ.
Κρατά τη νέα γενιά καλλιτεχνών
Είναι ζεστό σαν το μουφλόν
—-Δεν το αγοράζεις για να σπαζοκεφαλιάζεις
—-Είναι μόνο αν σ’ αρέσει να διαβάζεις
Δεν είναι μούφα – Είναι το τεφλόν!
Σας τα στέλνω με ένα μέιλ
για να εξάρω με των στίχων μου το κοκτέιλ
—-το αφιέρωμα στα λίμερικ
—--αυτά τα υπέροχα λεκτικά μιλκ σέικ-
που τα διαβάζεις πίνοντας τζίντζερέιλ!
Μαργαρίτα Φρανέλη
Ήταν ένας Έλληνας, κάποτε, στο Κόνγκο
Που ’τανε χαρτόμουτρο, μάστορας στον τζόγο.
—-Μα ο βαλές το έκαιγε το γέρικο τ’ αλάνι −
—-κι ο ταπής τον έριχνε μέσα στο τηγάνι:
«Να καείς, παλιόμουτρο, που ’καψες το Γώγο…»
Γιώργος Τζεβελεκάκης
[pic: Ανδρέας Κασάπης]

2 σκέψεις σχετικά με το “Λίμερικ ελευθέρας βοσκής

  1. στα λιμερίκια του τεφλόν σαν ξαποσταίνω
    λέω πως πλέκω στην πουτσάρα μου έναν αίνο
    μην τη φοβάστε όπως τη βλέπετε αγριεμένη
    και τρόπους ξέρει και μεθοδικά να μπαίνει
    κι ας είναι πλοηγός σ’ ένα κορμί, μάλλον, χαμένο

    καλά στεγνώματα όταν μ’ αυτή θα χύσω
    μ’ αυτή την ξελογιάστρα που θα την ορίσω
    στα λιμερίκια το κουμάντο πια να κάνει
    γιατί ‘ναι αρχόντισσα δεν είναι καν’ αλάνι
    κι ας το ‘χει δίπορτο, από μπρος και από πίσω

    ήταν αυτό το λιμερίκι ένα ακόμα
    που ενσωματώνεται στου web το άυλο σώμα
    πολλοί το θέλουνε να στιχουργούν αβέρτα
    και στον ιστό να κάνουν σούρτα φέρτα
    κι ας τους διαβάζει η κάθε αργόσχολη και βρώμα

  2. Ας παραθέσουμε και τα Εντεψίζικα του Σεφέρη:

    1.
    Ήταν ένα πέος στη Δήλο
    που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·
    όταν τό ειδε φώναξε: «Ω!
    αν βρισκόταν εδώ,
    με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο.»

    2.
    Η κόρη είχε στο πράμα της πλήθος εφόδια
    κ’ ένα ταξίμετρο δεμένο με καλώδια·
    σαν της είπα: «Τί θές;»
    μ’ αποκρίθη: «Δραχμές
    ενενήντα, χωρίς τα διόδια.»

    3.
    Ήτανε μια κοπέλα στο Βεζούβιο
    κ’ εκείνος όλο διάβαζε Βιτρούβιο·
    και του λέει: «Βρε συ,
    γιά να ιδώ το δεξί –
    το ζερβί σου τ’ αρχίδι είναι κλούβιο.»

    4.
    Η μικρή στο μοναστήρι αναθράφη
    και το μουνί της έμεινε στο ράφι·
    σαν έρχουνταν κανείς
    βολικός συγγενής,
    έδινέ το με λίγο πιλάφι.

    5.
    Ήτανε μια Κυρία στο «Βρυντίριον»
    που έλεγε σε μια φίλη της: «Μυστήριον
    τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
    κ’ έχει δέσει ο αλιτήριος
    στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον.»

    6.
    Ήτανε μια Κυρία στην Ουγκάντα
    που κοίταζε μια τζακαράντα·
    κ’ ένας γέρος με ομπρέλα
    σαν την είδε την κοπέλα
    της έδειξε το πέος του από μια βεράντα.

    7.
    Ήτανε μια Κυρία στο Λουρένθο Μάρκες
    που προτιμούσε να πλακώνεται στις βάρκες·
    σα γαμιόταν στη στεριά
    φώναζ’: «Όρτσα, ρε παιδιά!
    Όρτσα, και θα τρακάρουμε τις νάρκες!»

    8.
    Ήτανε μια Κυρία στο Καπ-Τάου
    πού ‘κραξε: «Αϊ Φανούριε μ’, θα του φάου!»
    όταν είδε στην αυλή
    να της γνέφει ένα καυλί
    πού ‘ζγιαζε παραπάνω από ‘να πάου.

    9.
    Ήτανε μια κοπέλα στη Ναμπούλα
    πού ‘χε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
    και διαλάλα: «Κρύο-μπούζι
    το πουλάω το καρπούζι,
    το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!»

    10.
    Ήτανε μια κοπέλα στο Κουμπάγκο
    που ήταν χωμένη κάτω απ’ έναν πάγκο·
    σαν της εδείχναν ψωλή
    έβγαζε την κεφαλή
    και την πιπίλα’ σαν της δίναν ένα φράγκο.

    11.
    Ήτανε μια Κυρία στο Ζαμπέζι
    που δεν έπαυε ποτέ της να το παίζει·
    με μια κόκκινη κλωστή
    είχε δέσει μι’ απαυτή
    και την τραβούσε το σκυλί της στο τραπέζι.

    12.
    Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
    που είπε στον άντρα της: «Μαλάκα, ντύσου.
    Α’ δε βρεις κανένα χάπι,
    σύρε βρές ένα χασάπη
    και πες του να σ’ την κόψει την ψωλή σου.»

    13.
    Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
    κ’ ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
    σαν εφίλευε κανεί
    έλεγε: «Είναι τάχα κει;
    έχει φύγει; – Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.»

    14.
    Ήτανε μια κοπέλα στο Βίδι
    που ψάρευε με καλαμίδι·
    σαν της είπα «Τσιμπά;»
    μ’ αποκρίθη: «Πού; … Μπά!
    Το τσάκωσε ο λαγός μου το σαυρίδι.»

    15.
    Ήτανε μια Κυρία στη Φαμαγούστα
    πού ‘χε αν μη τι άλλο λοξά γούστα·
    σαν ετσάκωνε ψωλή,
    τσ’ έκοβε την κεφαλή
    κράζοντας καυλωμένη: «Χαίρε, Αυγούστα!»

    16.
    Ήτανε στα Κατάπολα μια μούλα
    που μόνο στην ανηφόρα ετσούλα’·
    την ελέγαν Σεβαστή
    κι όταν άφηνε πορδή
    γίνουνταν εξωφρενική ρεμούλα.

Σχολιάστε