Λιμερικοπρό(σ)κληση: ο γέροντας από τη Μομπάσα

Ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
κι ένας διάκος από τη Μαλακάσα.
—-Συναντηθήκαν σε χαμάμ,
—-παντρεύτηκαν στο Άμστερνταμ
και ράψαν ασορτί ροζ ράσα.
Ιωάννης Πολίτης
Ήταν ένας γέροντας απ’ τη Μομπάσα
Η κλανιά του θύμιζε του Burial τα μπάσα
—-Στο Λονδίνο τον καλέσανε για συναυλία
—-Στο dubstep έγινε σύντομα αυθεντία
Μέχρι κι η Μαρίτσα τον γούσταρε τον μπαγάσα
Jazra Khaleed
Ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
με ακοή εξαίρετη τον πήρανε στη ΝASA
—-κι εκεί που όλα ήτανε φίνα
—-ξάφνου δεν άκουγε καθόλου πρίμα
άνεργος πια ο γέροντας π’ ακούει μόνο μπάσα.
Ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
όταν απεβίωσε τον βάλανε στην κάσα
—-αυτή αναποδογύρισε
—-κι αυτός εκατρακύλησε
το λάθος ήταν του παπά, σκουντούφλησε στα ράσα.
Εμμανουήλ Λαμπρίδης
ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
που ήθελε να πετάξει με πύραυλο της ΝΑΣΑ
—-ένα βράδυ που ’πε «θ’ απογειωθώ»
—-πήδηξε μια βιτζιόζα αεροσυνοδό
μα εν τέλει εκτοξέυτηκε μέχρι την κάσα.
Τιμολέων Φάντος
ΠΑΠΠΟΥ ΜΗΝ ΤΡΕΧΕΙΣ!
Ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
που πεταγόταν κάθε μέρα ως τη Λάσα.
—-«Χαλάρωσε» του λέγανε «παππού»,
—-«τις πίπες σας» αντέτεινε «αλλού!».
Ώσπου μια και καλή τον έβαλαν στην κάσα.
Βασίλης Ευγενίδης
Ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
Που έπαιζε ωραία τη γρανκάσα
—-Ήθελε να μάθει και τρομπόνι
—-Μα του ’κατσε στο λαιμό λίγο πεπόνι
Κι έτσι άφησε την τελευταία του ανάσα.
Ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
Τα δάχτυλά του μοιάζανε με πράσα
—-Όταν έπεσε στη χώρα κρίση
—-Δεν είχε τη γριά του να ταΐσει
Έτσι μια μέρα τα ’κανε ωραία σάλτσα.
Ειρήνη Συνοδινού
ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
που τ’ ανίψια του τον πιάσανε στα πράσα
—-νύχτα κόκα να ρουφάει
—-το μωρό κρυφοκοιτάει
ο γέροντας απ’ τη Μομπάσα
«δεν μπορείς να κοιμηθείς;
τι λοφίο περιωπής!
—-σαν του κόσμου τα νερά
—-το χειλάκι σου γελά
στην καρδιά του να κρυφτείς»
Σωκράτης Καμπουρόπουλος
Ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
κι είχε έναν δράκο με καυτή ανάσα
—-που όταν πιπέρι οσμίστηκε
—-επάνω του φταρνίστηκε
και τον έστειλε ψητό στη Μαλακάσα.
Γιώργος Τσούκης
Ήταν ένας γέροντας από τη Μομπάσα
Κι από μικρός λαχτάραγε να βάλει μια τραγιάσκα
—-Παράδοξα, του δύστυχου του έλειπε το κεφάλι
—-Μα στην επόμενη ζωή ήλπιζε πως θα βγάλει
Οπότε ο γέρος  φούνταρε από ψηλή ταράτσα.
Θανάσης Δημακόπουλος
[pic: Ορέστης Συμβουλίδης]

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Λιμερικοπρό(σ)κληση: ο γέροντας από τη Μομπάσα

  1. ήταν ένας γέροντας από τη μπομπάσα
    το καβλί του έπεφτε, το ‘ριξε στη μάσα
    στις πουτάνες πήγαινε μήπως και σκληρύνει
    μάταιος κόπος κι έξοδα, «στέρεψε η κρήνη»
    ώσπου γνώρισε μια θειά που ‘χε φωνή μπάσα

    τι τσιμπούκι ήταν αυτό, αλειμμένη γλάσα
    του την επιπίλαγε και την κάνει πάσα
    σε μια άλλη με ψιλή φωνή σαν κινεζούλα
    μες στο κωλαράκι αυτή την τραβάει στη ζούλα
    ντούρος πάλι ο γέροντας από τη μπομπάσα

Σχολιάστε