Οι τέντες στις πολυκατοικίες
πράσινα ξέφτια
παραιτημένα στο βρωμοαέρα
τέντες μεσίστιες
λάβαρα της βρωμοαθήνας
τα περιστέρια κουτσουλούν
και σιωπούν.
–
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ (θρίλερ)
Ξυπνάω στο δεξί πλευρό, αυτό που βλέπει το μπαλκόνι. Πίσω από την κουρτίνα διακρίνω τη φιγούρα ενός πουλιού. Τα φτερά του είναι απλωμένα και όμως είναι ακίνητο. Έχει τις διαστάσεις ενός κόνδορα και την ακέφαλη ελπίδα της νίκης της σαμοθράκης. Δεν εγκαταλείπει τη μνημειακή στάση του παρόλη τη σκουριά που έχει αρχίσει να εμφανίζεται στα φτερά του, και παρόλο το βάρος των βρεγμένων ρούχων. Ούτε αφήνει ποτέ το πόστο του, το στενό μπαλκόνι.
Σκέφτομαι, η απλώστρα είναι το πιο τραγικό πουλί. Εντάξει, και άλλα πουλιά δεν μπορούν να πετάξουν (όπως η κότα ή η στρουθοκάμηλος), αλλά αυτά είναι χαζά και όλο τρέχουν δεξιά και αριστερά. Η απλώστρα σιωπηλή και στωική στηρίζει μπουγάδες και μπουγάδες απαρηγόρητων ρούχων μέχρι να στεγνώσουν, σαν καλή παραμάνα γενιές και γενιές κλαμένων παιδιών. Και δε ζητάει αντάλλαγμα, ούτε καταχέζει το μπαλκόνι.
Γυρνάω πλευρό. Βλέπω το διάδρομο και την πόρτα του μπάνιου. Σκέφτομαι τον κομπλεξικό άνθρωπο, που μόνο με αεροπλάνο μπορεί να πετάξει. Και αναφέρεται στα πουλιά ως «πτηνά» (με επιστημονική συγκατάβαση), ή «πουλερικά» (δηλαδή αυτό που θα φάμε). Και έχει επιπλέον το θράσος να βαφτίζει το δικό του τσουτσούνι «πουλί».
Γυρνάω μπρούμυτα.
Τα ρούχα δε θα στεγνώσουν ποτέ, ποτέ δε στεγνώνουν.
σαν τα μαλλιά σου
που αστράφτουν από τη λίγδα
και από πίσω έχουν μπετόν.
Τη φωτογραφία κοιτώ
με θαβμασμό κι εκνεβρισμό.
τριανταπεντακόσια χρόνια προσπαθώ
να γίνω η φωτογραφία
αλλά έγινα γριά κότα κάτω
από τον πούστη ήλιο κάτω
από τον μπάσταρδο φεγγάρη.
σέπια
λέπια
–
–
ΜΟΥΤΖΑ ΝΙΤΖΑ
Σφραγίζω με
την παλάμη μου ρε
το γέλιο που διαβάζεται
ανάμεσα απ’ τα δόντια σου
ξέρω τι είναι
ασπάζομαι το παρκέ που πατάς
και απομακρύνομαι με τρεις κωλοτούμπες
–