Danielle Pieratti, Έξι ποιήματα

Επιπλέοντας κάτω απ’ τον πάγο στον ποταμό Χάντσον

Δεν είναι αυτό που θα περίμενες˙ αβαρής
γίνομαι όλο και πιο βαριά. Το κατάλαβα. Πρόσφατα.
Θα σου ’γνεφα εκείνη τη φορά,
όμως ήμουν απασχολημένη. Να, έπιασα ένα ψάρι.
Ένα είδος που ζει στα αβαθή, πολύ ελαφρύτερο απ’ ό,τι στη ζωή.
Όλες μας θα θέλαμε να κινούμαστε πιο αργά, της λέω.
Αγαπητή οποιαδήποτε: μη ζηλεύεις. Η χάρη μου είναι
φτιαχτή. Η ποιότητα του φωτός εξακολουθεί να με καλεί
να κοιμηθώ. Προσκολλιέμαι στην ασφάλεια του πάγου.
Ακόμα πιο κάτω: το αργοκίνητο λησμονημένο λιβάδι, ψάρι
με εγωκεντρικά μάτια. Οι καλαμιές είναι μαγευτικές, σπάθες
παλιωμένες. Λάμψη καμιά παρά στον αέρα. Καθόλου αέρας
μέχρι τώρα. Εσείς που φοβάστε την έκσταση, που ’χετε ελαφρύ το πνεύμα:
παραδεχτείτε ότι το σώμα δεν φτιάχτηκε για κάτι τέτοιο.

Κριτική

Στην ταινία το κορίτσι είναι πολύ μικρότερο από το αγόρι.
Είναι ο αντίχειράς του ή ένα κλιπάκι που τσακίζει και παίρνει μαζί του.
Είναι η γκρι γάτα που επιστρέφει πάντα από τον θάνατο λέγοντας
ξανά, ξανά. Η νύχτα συνεχίζει να καπνίζει. Ο πάγος μιλά μέσα απ’ τα καλώδια.
Είναι η δεύτερη πράξη του κλιβάνου και του αποκαμωμένου σκύλου.
Όλη μέρα περιφερόταν και σερνόταν στο χιόνι.
Ένα πόσουμ πέθανε στην αυλή˙ τα μάτια του πάγωσαν κοιτάζοντας αυτό εδώ το σπίτι.
Ποιες είναι οι γυναίκες που περπατούν στο κέντρο της πόλης και από πού αγοράζουν
τα καπέλα τους; Κι εκείνος λέει ότι την αγαπά. Ακούει άραγε.
Θα σηκώσει άραγε το κεφάλι του απ’ τα χέρια του έστω για μια στιγμή.

Κόρες, κόρες

Το παιδί δεν είναι εκεί που θα ’πρεπε να είναι.

Το παιδί είναι ομίχλη.
Το παιδί είναι χώρα καλοκαιρινή,

όραμα εξόδου

μετά από μια μακριά, σκοτεινή εγκυμοσύνη.
Το παιδί είναι μακρινό σκάφος,

δωμάτιο να διασχίσεις, μοιάζει με κίνδυνο.

Το παιδί χόρεψε στο φτερό του αεροπλάνου,
μόλις εκτός οπτικού πεδίου.

Η Τζίντζερ κι εγώ τον χειμώνα

Εκείνο τον καιρό είχαμε σχεδόν όλα όσα θέλαμε.
Δράμα. Χορό. Κάθε βδομάδα και μια γέννηση.

Και ισπανικά και δύναμη και χιόνι και δουλειά,
και πρωινά χωρίς δουλειά. Κυρίως όμως

μοιραζόμασταν την αντίληψη του χιονιού για το φως,
την άχρωμη αμηχανία ενός δωματίου καθώς μπαίνεις

και το βρίσκεις άδειο, ούτε πολύ φωτεινό ούτε πολύ σκοτεινό.
Εντός του ένα κρεβάτι και μια κατσαρή σκιά. Ένας τοίχος με σκασίματα.

Την αυγή –το ψηλαφητό κενό μεταξύ απελπισμένου
ύπνου και μακρινής, ακουστής κίνησης. Ω ραγισμένο ξύλινο

πάτωμα, ξυλόφουρνε, ως πάγε. Ω κάμπια, και ζώο, και κουλουράκι
τύχης, και μοσχολέμονο, και φως. Και φως.

Γιατί όλο τον χειμώνα πλενόμασταν με χώμα. Γιατί κλέβαμε.
Τρώγαμε ζάχαρη λες κι ήταν η τελευταία χρονιά για ζάχαρη.

Νεκρή φύση με κλώσα

Αγαπάς τον μηχανικό αυτοκινήτων που μένει πέρα απ’
τον λόφο, εκείνον που επισκευάζει τα βαθουλώματα. Όλο
το πρωί πηγαινοερχόμαστε με τ’ άλογα μες στη λάσπη

κατά μήκος του νέου φράχτη. Να κι η Γκλέντα
με μια κλώσα σε πλαστική σακούλα. Την κρατά απ’ τα πόδια.
Αργά το απόγευμα ιππεύουμε πέρα απ’ τον λόφο

για να μετρήσουμε τις αγελάδες. Το βοσκοτόπι νοτισμένο,
δυσκολεύει τον βηματισμό. Ο μηχανικός μπήκε
στο φορτηγάκι του κι έφυγε παρέα μ’ ένα κορίτσι.

Η Τζίντζερ κι εγώ ανακαλύπτουμε τη δύναμή μας να εξαφανιζόμαστε

Η δύναμη εμφανίστηκε τον χειμώνα, λίγο μετά
που ο εποχιακός εργάτης μού ράγισε την καρδιά.
Ύστερα, αόρατη, τον κλοτσούσα

κάτω απ’ το τραπέζι στο δείπνο,
ή τον ζεμάτιζα, ή τελείωνα τη σανγκρία
όταν εκείνος δεν κοιτούσε.

Αργότερα, η Τζίντζερ κι εγώ διασκεδάζαμε
με τον σκύλο ή σε εστιατόρια –κρυβόμασταν.
Σύντομα ανακαλύψαμε ότι με μια κάποια δουλειά

μπορούσαμε να σταματήσουμε τον χρόνο, ύστερα
αναρωτηθήκαμε ποια είναι τα όριά μας. Ήμασταν
ήδη τηλεπαθητικές˙ ήταν κάτι που το ξέραμε και οι δυο μας.

Και μετά τι; Αιώρηση; Εφελκυσμός;
Μαντικές ικανότητες; Μήπως εξαφανιζόμαστε
επειδή φοβόμαστε;
τη ρώτησα,

αναζητώντας το είδωλό μου σε βιτρίνες,
σε οθόνες τηλεοράσεων, ή καθώς περιεργαζόμουν
τον εαυτό μου απ’ το βάζο με τη μαρμελάδα.

Όχι, απάντησε εκείνη, καπνίζοντας χαλαρά
ένα τσιγάρο, οι δυο μας ν’ αγκαλιάζουμε
τα γόνατά μας σ’ ένα σεπαρέ στο τοπικό μπαρ.

Στον καρπιαίο σωλήνα υπάρχει μια πόρτα πορφυρή.
Απ’ τη μια πλευρά το λιβάδι
και οι παγίδες του για τις αγριόπαπιες, ο μονόλογος του φράχτη του,

ο ουρανός του, γκρίζος στην αρχή, φλέγεται πύρινος και καφετής,
με πιτσιλιές χρυσού σαν μάτια
στρατιωτών, μιναρέδες. Λαμπρό μισοφέγγαρο,

ένα κόκαλο, ένας αυχένας, το σχήμα
που δίνει ένας πονόδοντος. Απ’ την άλλη πλευρά
εκατό επιλογές, προσεκτικά.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Jazra Khaleed

Η Danielle Pieratti είναι ποιήτρια, μεταφράστρια και εκπαιδευτικός. Τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από την ποιητική της συλλογή Fugitives (Φυγάδες, Lost Horse Press 2016), η οποία κέρδισε τα βραβεία Idaho Prize και Connecticut Book Award (κατηγορία ποίηση).

Σχολιάστε