Patricia Smith, Σκίνχεντ

Με αποκαλούνε σκίνχεντ κι έχω τη δική μου ομορφιά.
Την έχω στην πλάτη σκαλισμένη με μαχαίρι και γράμματα οδοντωτά,
την έχω στον τρόπο που τα μάτια μου από το προφανές στρέφονται μακριά.
Μες στο μικρό σπιρτόκουτό μου κάθομαι αραχτός,
σ’ ένα κρεβάτι ανάστατο από τη μυρωδιά μου την τραχιά,
πάνω στις τρίχες μου σέρνω ξυράφια,
μετρώ με πόσους τρόπους είμαι ικανός
να κάνω το αίμα μου να βγει στην επιφάνεια.
Αυτό είναι το καθήκον των φρόνιμων,
αυτός είναι ο τρόπος,
όσων έχουνε λάβει το βάπτισμα.

Το πρόσωπο που στον καθρέφτη απέναντι μου
είναι τεράστιο και βλογιοκομμένο, αστραφτερά ροδαλό και πανέξυπνο,
με ζυγωματικά σαν μήλα,
γεμάτος με το ίδιο μου το φτύμα.
Πριν από δυο χρόνια μια μηχανή που κόβει δέρμα,
ρούφηξε το ένα μου χέρι και το κράτησε για τα καλά,
κόβοντας τρία δάχτυλα από τη ρίζα στη σειρά.
Δεν κατάλαβα τίποτα, ώσπου γύρισα και είδα ένα από αυτά
πεσμένο στη μπότα μου δίπλα στο τακούνι,
κι από τότε δεν δούλεψα ποτέ ξανά.

Κάθομαι και παρακολουθώ από δω όλους αυτούς τους μαύρους
να κάνουν κατάληψη στην τηλεοπτική μου συσκευή,
να περπατάνε πάνω-κάτω στο κρανίο μου σαν βασιλιάδες,
να περπατάνε λες και η μάνα τους η χοντρή, τους ονομάτισε ελευθερία.
Οι ώμοι μου λένε δεν είναι πράματα αυτά σωστά.
Έτσι βγαίνω στο φως του ήλιου,
και η ομορφιά μου τους κάνει τα κεφάλια να σκύβουν,
ή βγαίνω νύχτα με χωμένο στο μανίκι έναν μολυβένιο σωλήνα,
μ’ ένα ξυράφι στερεωμένο στην άκρη της μπότας μου.
Γεννήθηκα για να φέρω τον κόσμο στα ίσα του.

Εύκολα τώρα το μεγάλο μου σώμα μπορώ σε μια σκιά να σύρω,
από ένα σημείο που τίποτε δεν υπάρχει να εμφανιστώ,
σε μιας λάμπας του δρόμου τον φωτεινό κύκλο,
με τον σωλήνα ψηλά πάνω από το κεφάλι μου σηκωμένο.
Είναι γαμώ να παρακολουθείς τα μάτια τους να γουρλώνουν,
να αστράφτουν καθώς πετάγονται έξω, όπως στα καρτούν με τον Μόγλη,
την στιγμή ακριβώς προτού ο σωλήνας τους πλακώσει.
Και τότε μού ’ρχεται, δώσε βάση, ένα πράμα να πω
Έι, μαύρε, ο Abe Lincoln πέθανε εδώ και πολύ καιρό.

Καβλώνω όταν ακούω ν’ ανοίγει το δέρμα τους.
Γεννήθηκα για να φέρω τον κόσμο στα ίσα του.

Ύστερα έρχεται εκείνος ο τύπος απ’ την εφημερίδα,
μάλλον θα πλάκωσα καμιά αδερφή κάπως απρόσεχτα
κι άνοιξε το στόμα της κι έσκουξε και το ΄κανε θέμα.
Ο ρεπόρτερ με βρίσκει στο κρεβάτι κουλουριασμένο,
το φως της τηλεόρασης μου γλείφει το πρόσωπο επίμονα.
Τα γνωστά.
Δεν έχω δουλειά, τις πήρανε όλες έγχρωμοι και Ισπανοί.
Γιατί δεν δουλεύω; Κοίτα το χέρι μου, μαλάκα!
Όχι, δεν είμαι οργανωμένος σε καμιά ομάδα,
είμαι μόνο κάποιος που αγαπάει τη φυλή του,
και αγωνίζεται για μια καθαρή χώρα.
Μερικές φορές είμαι μόνο εγώ. Άλλες είμαστε τρεις. Άλλες τριάντα.
Το AIDS θα φροντίσει για τις αδερφές.
θα μείνουνε λευκοί και μαύροι στους δρόμους,
ύστερα θα ΄μαστε τρία εκατομμύρια.

Τα σημειώνει, που λες, όλα αυτά
και τελικώς με παρουσιάζει σα να ’μαι φρικιό,
λες και είμαι ο Χίτλερ αυτοπροσώπως. Δεν είμαι τόσο τυχερός,
αλλά έχω κι εγώ τη δική μου ομορφιά.
Βρίσκεται στη σιδερένια μύτη της μπότας μου,
στις σκληρές γωνίες του ξυρισμένου μου κεφαλιού.

Κοιτάζω στον καθρέφτη και πιάνω το ακρωτηριασμένο μου χέρι,
μόνο το μικρό δαχτυλάκι απέμεινε ίσια πάνω να δείχνει,
ξέρω ότι είναι το λάθος δάχτυλο, τον Χριστό μου,
αλλά σάλτα γαμηθείτε όλοι όπως και να ’χει.
Κάθομαι στο ψηλότερο σκαλί της τελειότερης φυλής,
τα μούτρα μου αστραφτερά ροδαλά και πανέξυπνα,
είμαι το τέκνο σου, Αμερική, το μικρό σου αγόρι,
μεθυσμένος με τα ίδια μου τα σάλια, αβυσσαλέος παιδαράς.

Γέννημα
θρέμμα
αυτής της χώρας.

[μτφρ. gutted, kyoko kishida]

PATRICIA SMITH
SKINHEAD
They call me skinhead, and I got my own beauty.
It is knife-scrawled across my back in sore, jagged letters,
it’s in the way my eyes snap away from the obvious.
I sit in my dim matchbox,
on the edge of a bed tousled with my ragged smell,
slide razors across my hair,
count how many ways
I can bring blood closer to the surface of my skin.
These are the duties of the righteous,
the ways of the anointed.

The face that moves in my mirror is huge and pockmarked,
scraped pink and brilliant, apple-cheeked,
I am filled with my own spit.
Two years ago, a machine that slices leather
sucked in my hand and held it,
whacking off three fingers at the root.
I didn’t feel nothing till I looked down
and saw one of them on the floor
next to my boot heel,
and I ain’t worked since then.

I sit here and watch niggers take over my TV set,
walking like kings up and down the sidewalks in my head,
walking like their fat black mamas named them freedom.
My shoulders tell me that ain’t right.
So I move out into the sun
where my beauty makes them lower their heads,
or into the night
with a lead pipe up my sleeve,
a razor tucked in my boot.
I was born to make things right.

It’s easy now to move my big body into shadows,
to move from a place where there was nothing
into the stark circle of a streetlight,
the pipe raised up high over my head.
It’s a kick to watch their eyes get big,
round and gleaming like cartoon jungle boys,
right in that second when they know
the pipe’s gonna come down, and I got this thing
I like to say, listen to this, I like to say
“Hey, nigger, Abe Lincoln’s been dead a long time.”

I get hard listening to their skin burst.
I was born to make things right.

Then this newspaper guy comes around,
seems I was a little sloppy kicking some fag’s ass
and he opened his hole and screamed about it.
This reporter finds me curled up in my bed,
those TV flashes licking my face clean.
Same ol’ shit.
Ain’t got no job, the coloreds and spics got ’em all.
Why ain’t I working? Look at my hand, asshole.
No, I ain’t part of no organized group,
I’m just a white boy who loves his race,
fighting for a pure country.
Sometimes it’s just me. Sometimes three. Sometimes 30.
AIDS will take care of the faggots,
then it’s gon’ be white on black in the streets.
Then there’ll be three million.
I tell him that.

So he writes it up
and I come off looking like some kind of freak,
like I’m Hitler himself. I ain’t that lucky,
but I got my own beauty.
It is in my steel-toed boots,
in the hard corners of my shaved head.
I look in the mirror and hold up my mangled hand,
only the baby finger left, sticking straight up,
I know it’s the wrong goddamned finger,
but fuck you all anyway.
I’m riding the top rung of the perfect race,
my face scraped pink and brilliant.
I’m your baby, America, your boy,
drunk on my own spit, I am goddamned fuckin’ beautiful.

And I was born
and raised
right here.

Σχολιάστε