Όταν πρόσφατα βρέθηκα ενώπιον του ερωτήματος αν υπάρχει σύγχρονη αντεργκράουντ αργεντίνικη ποίηση, σκέφτηκα πως δεν ήμουν η πλέον κατάλληλη να απαντήσω, κυρίως επειδή έχω σημαντικές αμφιβολίες για το τι σημαίνει «σύγχρονη αργεντίνικη ποίηση», τι σημαίνει καθεμία από αυτές τις τρεις λέξεις. Ωστόσο, να που τώρα γράφω γι’ αυτήν, ακριβώς επειδή όσα θα πω είναι πράγματα που δεν θα βρείτε σε καμία ακαδημαϊκή μελέτη, ούτε σε αναλύσεις ούτε σε δημόσιες συζητήσεις (που, φυσικά, υπάρχουν σε πληθώρα).
Αργεντινή. Η Αργεντινή είναι μια χώρα στο νοτιότερο άκρο της Νότιας Αμερικής. Είναι μια λατινοαμερικανική χώρα και, ως τέτοια, μια εντελώς πτωχευμένη (και χρεωμένη) χώρα. Μια χώρα που πριν από μερικά χρόνια έλαβε το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, για το οποίο δεν χρειάζεται να εξηγήσω πολλά σ’ εσάς στην Ελλάδα.
Αν είσαι ποιήτρια ή ποιητής στην Αργεντινή, δεν έχεις μέλλον. Δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να βγάλεις χρήματα. Και επειδή η ποίηση –όπως σχεδόν παντού– θεωρείται ήσσονος σημασίας τέχνη (θεωρείται, δηλαδή, πως δεν πουλάει, πως δεν έχει μαζική απεύθυνση κ.ο.κ.), αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να «δοξαστείς» μέσω αυτής, σε μια εποχή όπου η δόξα συχνά λειτουργεί ως κίνητρο για όσες δραστηριότητες ή επαγγελματικές ενασχολήσεις δεν θα σου αποφέρουν πολλά περισσότερα από ένα φτηνό μπουκάλι κρασί. Στην Αργεντινή, όμως, δεν θέλει και πολλά για να γίνεις ποιητής (ακόμη και ένας από τους καλύτερους στον κόσμο). Θα μπορούσα να πω ότι οποιοσδήποτε, αν έχει κατ’ αρχάς την όρεξη, μετά την αυτοπεποίθηση και, τέλος, κάποια μορφή επιμονής, μπορεί να γίνει και να παραμείνει ποιητής.
Στην Αργεντινή δεν υπάρχει κανένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα (ή κάτι ανάλογο) για ανθρώπους που θέλουν να γράψουν ποίηση ή να μελετήσουν πώς να γράψουν (καλύτερη) ποίηση. [1] Αν υπήρχε κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να επιλέξουν στα σοβαρά μια «σταδιοδρομία», μια «σταδιοδρομία» η οποία να μπορεί να ανταγωνιστεί άλλες επαγγελματικές επιλογές, καθώς και να αναμετρηθούν (μέσω αυτής της επιλογής) με την ιδέα της αφοσίωσης στην τέχνη ή με ζητήματα που συνδέονται με την πραγματική ζωή. Όλα αυτά αν υποθέσουμε ότι μπορούμε πραγματικά –ή ότι έχει νόημα– να μελετήσουμε πώς να γράψουμε ποίηση ή να γράψουμε (καλύτερη) ποίηση. Στη χώρα μου –σε σύγκριση με άλλες χώρες– η πανεπιστημιακή εκπαίδευση για να «γράψεις ποίηση» ήταν τουλάχιστον δημόσια και δωρεάν –μέχρι σήμερα.
Επειδή η απόσταση κάνει πιο ορατά μερικά πράγματα και έχει οξύνει την ευαισθησία μου ως προς τις όμορφες ιδιαιτερότητες της σύγχρονης αργεντίνικης ποίησης, θα επιχειρήσω μια σύγκριση με τον τόπο κατοικίας μου αυτό τον καιρό, όπου, παραδόξως, δεν έχω καθόλου επαφή με τον κόσμο της ποίησης: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όχι μόνο λόγω της τρέχουσας κατοικίας μου, αλλά επειδή πιστεύω ότι οι δύο χώρες αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς αντίθετα μοντέλα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες –σε γενικές, αλλά αρκετά ενδεικτικές γραμμές– όσοι άνθρωποι θέλουν να αφιερωθούν στην ποίηση ή θέλουν να γράψουν ποίηση νιώθουν ότι πρέπει να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα MFA (Master in Fine Arts). Νιώθουν έτσι διότι, αν δεν εισχωρήσουν στο πεδίο της θεσμικής αναγνώρισης, θα θεωρηθούν τόσο ανεπαρκείς που εντέλει θα αρχίσουν να νιώθουν όντως ανεπαρκείς. Θα μπορούσα να πω ότι η διαφορά μεταξύ του «θέλω να γίνω» και του πραγματικού «είμαι ποιήτρια/ής» έχει κυρίως να κάνει με το αν έχεις σπουδάσει για να γίνεις ποιήτρια/ής. Και, όπως γνωρίζουμε, το να γίνεις κάτι σημαίνει –στις Ηνωμένες Πολιτείες– ότι πρέπει να πληρώσεις.
Προφανώς το πρόβλημα θυμίζει αυτό του αυγού και της κότας. Οι άνθρωποι (που είναι φυσικά νέοι, επειδή σύμφωνα με τα στατιστικά υπάρχει ένα ηλικιακό όριο αν θέλεις να αρχίσεις να γράφεις ποίηση) θεωρούν ότι πρέπει να ακολουθήσουν ένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα στις Καλές Τέχνες, διότι οι περισσότεροι δημοσιευμένοι ποιητές και ποιήτριες ή όσοι και όσες συμμετέχουν σε ποιητικές εκδηλώσεις (πάντα θεσμικές, μικρές ή μεσαίες) έχουν –τουλάχιστον– ένα Master in Fine Arts. Για να μπορέσουν να γράψουν (καλή) ποίηση, έχουν μελετήσει. Αυτό σημαίνει ότι πλήρωσαν χιλιάδες ευρώ για να «μάθουν» να γράφουν ποίηση και αφιέρωσαν χρόνια σε έναν χώρο όπου «διδάχτηκαν» κατά αποκλειστικότητα (λες και όταν ζούμε εκτός αυτού του χώρου δεν είμαστε συνεχώς εκτεθειμένες στην έμπνευση) να γράφουν «καλά», προκειμένου να έχουν ένα κάποιο μέλλον στην ποιητική τέχνη. Από την άλλη, αυτή είναι μόνο η αρχή. Το κοινωνικό σύστημα το οποίο επιβάλλει πως για να λογίζεσαι ποιήτρια χρειάζεσαι το πανάκριβο αυτό πιστοποιητικό σπουδών στις Καλές Τέχνες δημιουργεί μια σειρά από ιεραρχίες «σοβαρότητας» (και, μάλιστα, ακόμα χειρότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ποιότητας). «Ένας ποιητής που δεν έχει MFA, πώς μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι ποιητής;» «Ποιήτρια, αλλά σύμφωνα με ποιον;» «Δεν πρέπει να λαμβάνουμε στα σοβαρά την ποίηση χωρίς MFA…»
Στην Αργεντινή –ευτυχώς– η πλειονότητα των ανθρώπων που γράφουν ποίηση δεν έχουν περγαμηνές. Μπορεί να άρχισαν να γράφουν ποιήματα από την κοιλιά της μάνας τους ή να τους έφερε στην ποίηση η διαδρομή της ζωής τους. Δεν απαιτούνται διαπιστευτήρια ως απόδειξη της κλίσης τους. Γι’ αυτό τον λόγο πιστεύω πως η σύγχρονη αργεντίνικη ποίηση μπορεί, ευτυχώς, να είναι πολύ πιο ανεξάρτητη απ’ ό,τι αλλού. Με τον όρο «ανεξάρτητη» εννοώ αυτό που εγώ θα αποκαλούσα «φυσιολογικό»: Στην Αργεντινή είναι πολύ εύκολο να πεις, χωρίς να σε κοιτάξουν περίεργα, ότι θέλεις να πας σε μια ποιητική βραδιά για να μεθύσεις και ίσως να χορέψεις, να μιλήσεις και να συναντήσεις φίλες ή ακόμα και εχθρούς. Γιατί η σύγχρονη αργεντίνικη ποίηση είναι γεμάτη τραγικά πάθη… αλλά αναμφίβολα αποτελεί και δημιουργεί έναν κόσμο. Είναι ένα σύμπαν όπου συνυπάρχουν αστέρια και αστεράκια, φρικιά, διανοούμενοι, πρώην σεξιστές, διάφοροι ανυπόφοροι κ.λπ. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένα σύμπαν στο οποίο μπορεί να μπει (είτε για να μείνει είτε για να φύγει) πραγματικά ο οποιοσδήποτε. Επειδή στην Αργεντινή οποιαδήποτε μπορεί να είναι ποιήτρια. Και αυτό –αν και θα μπορούσα να το αναλύσω περισσότερο σε σχέση με τις κοινωνικές τάξεις και τις γεωγραφικές περιοχές– νομίζω ότι είναι το μυστήριο που κάνει τη σύγχρονη αργεντίνικη ποίηση πολύτιμη.
Πώς γνωρίζουν από ποίηση οι ποιήτριες και οι ποιητές, πώς δημιουργούνται συμπάθειες μεταξύ τους –υφολογικές αλλά και προσωπικές; Μέσω των εργαστηρίων. Των εργαστηρίων ποίησης που διευθύνονται από μια ποιήτρια ή έναν ποιητή προηγούμενης γενιάς, λίγο ως πολύ αναγνωρισμένο –με όση αναγνώριση μπορείς να έχεις στην Αργεντινή– αλλά πολλές φορές και από νεότερους ανθρώπους, που νιώθουν ικανοί να οργανώσουν ένα εργαστήριο και, συχνά πυκνά, χρειάζονται κάποια επιπλέον χρήματα για να επιβιώσουν. Ένα εργαστήριο είναι βασικά πέντε μέχρι οκτώ άνθρωποι καθισμένοι σ’ έναν καναπέ, γύρω από ένα τραπέζι, που διαβάζουν τα ποιήματά τους και συζητούν γι’ αυτά. Όσες και όσοι συμμετέχουν στα εργαστήρια (τα οποία είναι πάντα προσιτά, τόσο λόγω χαμηλού κόστους συμμετοχής όσο και γιατί δεν υπάρχουν κριτήρια επιλογής) ζουν και μια άλλη ζωή, έξω από την ποίηση. Το πιο συνηθισμένο είναι ότι κάνουν περισσότερες από μία δουλειές, τις οποίες συχνά μισούν, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα.
Όσοι και όσες νιώθουν φτασμένες στο είδος τους πιθανώς θα σοκαριστούν ή θα νιώσουν ότι η ποιητική τέχνη όπως την ξέρουν –και για την οποία τόσο πολύ πάλεψαν και κόπιασαν– δεν υπάρχει στην Αργεντινή, ότι εκεί το ταλέντο τους δεν θα αναγνωριζόταν ποτέ πραγματικά. Άλλοι και άλλες, αντιθέτως, ίσως νιώσουν ένα αίσθημα ανακούφισης και πιθανώς να ενδιαφερθούν για την αργεντίνικη ποίηση. «Στην Αργεντινή δεν σε δημοσιεύουν αν δεν έχεις κονέ», μου είπε πριν από λίγες μέρες μια αναγνωρισμένη ακαδημαϊκός από τις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου εβδομήντα ετών, ειδική στη λογοτεχνία της Αργεντινής και γνωστή για τα εύστοχα και πάντα επίκαιρα σχόλιά της (ακόμα πιο αιχμηρά ακριβώς επειδή έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί), ενώ πίναμε τον καφέ μας στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια. Μήπως το είπε υποτιμητικά, σαν κάτι που μειώνει την αξία των Αργεντινών ποιητριών και ποιητών; Κάθε άλλο, για την ακρίβεια έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής της στην αργεντίνικη ποίηση. Η δήλωσή της προέκυψε όταν της ανέφερα ότι ήμουν σοκαρισμένη από το γεγονός ότι διάβαζα συνεχώς σε προφίλ Τίντερ ή ακόμη και σε περιγραφές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες– τον αυτοπροσδιορισμό «δημοσιευμένη ποιήτρια». «Δημοσιευμένη» σε αντίθεση με τι; Με κάποιον που είναι απλά ποιητής; Και… ποια είναι η διαφορά μεταξύ του «δημοσιευμένη ποιήτρια» και του απλά ποιήτρια; Πάντα σκεφτόμουν ότι είναι αρκετά κρίντζι (ίσως απλά επειδή αμφιβάλλω για την εαυτή μου –πιθανώς αυτό κάποτε να αλλάξει) να παρουσιάζεις την εαυτή σου ως ποιήτρια όταν κανείς δεν σε έχει ρωτήσει. Αν και πιθανώς να αποτελεί μοτίβο σε ολόκληρη τη δυτική ιστορία της ποίησης, η ιδέα του δημοσιευμένου ποιητή που συνάντησα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πραγματικά κάτι απόλυτα διαφορετικό, κάτι ανάμεσα στο μίζερα παρακλητικό και στο άκρως θλιβερό. Από την άλλη, το Μπουένος Άιρες είναι γεμάτο ποιητές και ποιήτριες. Πλημμυρισμένο. Δεν υπάρχουν ποιήτριες με MFA και ποιήτριες χωρίς, ούτε δημοσιευμένοι ή μη δημοσιευμένοι ποιητές, ή δημοσιευμένοι και με ατζέντη. Υπάρχουν αμέτρητες ανεξάρτητες εκδόσεις –είτε μικρών εκδοτικών που δημοσιεύουν μερικούς τίτλους και έπειτα κλείνουν, είτε μεσαίου μεγέθους εκδοτικών που είναι δύσκολο να βρεις τα βιβλία τους, καθώς δεν έχουν επίσημη διανομή, ή ακόμα και σχετικά μεγάλων εκδοτικών, οι οποίοι διαθέτουν διανομή και λειτουργούν εδώ και χρόνια. Όλοι αυτοί οι εκδοτικοί οίκοι, εντούτοις, μπορεί να δημοσιεύουν κατ’ επανάληψη τον ίδιο ποιητή ή ποιήτρια, καθώς δεν είναι ισχυρή η τάση –τουλάχιστον όχι απαραίτητα– να προτιμώνται οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί. Αν κάποια θέλει πραγματικά να δημοσιεύσει ποίηση μέσα στη μαγεία αυτών των τόπων, η ποίηση –σαν τον άνεμο– θα την έχει ήδη συγκαταλέξει μαζί με άλλες ποιήτριες, οι οποίες θα γίνουν οι φίλες του σήμερα ή οι εχθροί του αύριο. Και αν δεν γνωρίζεις κάποιον ανεξάρτητο εκδοτικό που θα σου ανοίξει την πόρτα, πιθανότατα απλά θα ιδρύσεις έναν. Έναν ανεξάρτητο εκδοτικό ο οποίος πιθανότατα θα έχει προκύψει από κάποια συνάντηση σε ποιητικό εργαστήριο, και θα διαρκέσει… ποιος ξέρει για πόσο; Μέχρι να τελειώσουν τα χρήματα, μέχρι να τελειώσουν οι φιλίες, μέχρι να τελειώσει η επιθυμία για τη συγγραφή ποίησης… αλλά εντωμεταξύ από εκεί θα έχουν περάσει οι καλύτερες και οι καλύτεροι –ή ακόμα και οι χειρότεροι και οι χειρότερες– ποιητές και ποιήτριες του παρόντος και του μέλλοντος.
Η αργεντίνικη ποίηση είναι γεμάτη ανθρώπους τρελούς και δυσλειτουργικούς, πολλές φορές ακόμη και από επιλογή τους. «Πάντα έτσι δεν είναι;» θα μου πείτε. Ε, όχι. Ίσως κάποιους αιώνες πριν… σε κάποιον τόπο ίσως να ήταν έτσι… και από εκεί ίσως να προέκυψε αυτή η εντύπωση για τους ποιητές. Αλλά σήμερα, με το επίπεδο της κανονικοποίησης που επιχειρείται να επιβληθεί –και επιβάλλεται, εκτός κι αν θέλεις να κολυμπήσεις αντίθετα στο ρεύμα– σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, όπου πρέπει να ξεχωρίσεις με επιτυχία, να έχεις σαφείς στόχους, όπου δεν θέλεις να είσαι πραγματικά δυσλειτουργική ή να περνάς προς τα έξω μια εικόνα διαφορετική από εκείνη του επαγγελματικού σου προφίλ μπροστά από μια άψογη βιβλιοθήκη, σήμερα πιστεύω πως όχι. Και η Αργεντινή είναι γεμάτη κυρίως από τέτοιες ποιήτριες και ποιητές. Ή τουλάχιστον αυτές και αυτοί με ενδιαφέρουν πραγματικά. Δεν πρόκειται –όπως φαντάζομαι συμβαίνει και σε οποιονδήποτε άλλον τόπο, κυρίως στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο– για περιθωριακές ή περιθωριοποιημένες ομάδες ή περιπτώσεις. Στην πραγματικότητα αυτοί οι άνθρωποι είναι που αποτελούν τον πιο ζωντανό πυρήνα της αργεντίνικης ποίησης: αυτής που βρίσκεται παντού. Επιπλέον, αντί να στρέφουν την πλάτη στην κοινωνία, όπως ίσως θα περιμέναμε, ισχύει το αντίθετο. Όπως ανέφερα προηγουμένως, πρόκειται για ανθρώπους διάσπαρτους μέσα στην κοινωνία και μέσα σε εργασιακούς χώρους που μισούν, για ανθρώπους που διαθέτουν ανεπτυγμένη ευαισθησία για τον κόσμο. Το λυρικό εγώ υπάρχει. Είναι εντελώς παρόν, αλλά συνοδεύεται από το «έχω μια κωλοδουλειά», σε διάφορες παραλλαγές, περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς ή διακριτικές, και μπορεί να μας μεταφέρει εκεί όπου γράφει: σε ένα μαγικό μέρος.
Χρειάζονται κακοί ποιητές.
Καλοί άνθρωποι, αλλά κακοί ποιητές.
Δύο, εκατό, χίλιοι κακοί ποιητές
χρειάζονται κυρίως για ν’ ανθίσουν
τα δέκα χιλιάδες λουλούδια του ποιήματος.
Rodolfo Enrique Fogwill
- Ή, για κάποια χρόνια, υπήρχαν προγράμματα δημιουργικής γραφής γενικά, τα οποία δεν επέφεραν κάποια σημαντική αλλαγή.
Διαβάστε στο 30ό τεύχος του Τεφλόν ένα αφιέρωμα στη σύγχρονη αργεντίνικη ποίηση.